Παρασκευή 30 Ιουνίου 2017

ΣτΕ (γνμ) 113/2017: Αντισυνταγματικότητα ανάθεσης καθηκόντων υποθηκοφύλακα σε ειρηνοδίκη



Αριθμός 113/2017
Π Ρ Α Κ Τ Ι Κ O   Σ Υ Ν Ε Δ Ρ Ι Α Σ Ε Ω Σ
Κ Α Ι   Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η
ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Ε΄
________________

Μ Ε Λ Η
Αθ. Ράντος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος,
Αγγ. Μίντζια,     Σύμβουλος,
Δ. Βασιλειάδης, Πάρεδρος

Α Ν Τ Ι Κ Ε Ι Μ Ε Ν Ο
Επεξεργασία σχεδίου
προεδρικού διατάγματος
«Μετατροπή του Ειδικού Άμισθου Υποθηκοφυλακείου Παπάγου σε Έμμισθο».

Εισηγητής, οΠάρεδρος
Δ.Βασιλειάδης.
__________________

Π ρ α κ τ ι κ ό   Σ υ ν ε δ ρ ι ά σ ε ω ς
Το Τμήμα συνήλθε με την ανωτέρω σύνθεση στις 19 Ιουνίου 2017, με την παρουσία και της Γραμματέως Μ. Βλασερού, για να επεξεργασθεί το ανωτέρω σχέδιο προεδρικού διατάγματος, το οποίο διαβιβάσθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας από τη Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης με το 819/16.5.2017 έγγραφό της, που πρωτοκολλήθηκε αυθημερόν.
Κατά τη συνεδρίαση έλαβε τον λόγο ο εισηγητής, ο οποίος αναφέρθηκε στο περιεχόμενο του υπό επεξεργασία σχεδίου προεδρικού διατάγματος και ανέπτυξε τη γνώμη του για τα ζητήματα που προκύπτουν.
Ακολούθησε συζήτηση μεταξύ των μελών και το Τμήμα γνωμοδότησε ως εξής:
Γ ν ω μ ο δ ό τ η σ η
1. Με το υπό επεξεργασία σχέδιο διατάγματος, προτεινόμενο κατ’ επίκληση του άρθρου 4 του ν.δ. 811/1971 κατόπιν και της 2/2017 γνωμοδότησης της Ολομέλειας του Πρωτοδικείου Αθηνών, επιχειρείται η μετατροπή του ειδικού άμισθου Υποθηκοφυλακείου Παπάγου σε έμμισθο, η σύσταση οργανικών θέσεων για τη στελέχωσή του και η θέσπιση ρυθμίσεων που αφορούν τη λειτουργία του εν λόγω Υποθηκοφυλακείου.
2. Με το άρθρο 1 του σχεδίου το ειδικό άμισθο υποθηκοφυλακείο Παπάγου μετατρέπεται σε έμμισθο, διεπόμενο από τις διατάξεις που ισχύουν για τα έμμισθα υποθηκοφυλακεία. Με το άρθρο 2 ορίζεται ότι το υποθηκοφυλακείο Παπάγου λειτουργεί σε επίπεδο Τμήματος με προϊστάμενο υπάλληλο ΠΕ πτυχιούχο νομικής, για την επιλογή του οποίου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 72 του ν. 2812/2000, ότι, μέχρι την τοποθέτηση προϊσταμένου, καθήκοντα προϊσταμένου του υποθηκοφυλακείου ασκεί ο υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ με πτυχίο νομικής και με τα περισσότερα έτη υπηρεσίας, ότι, ελλείψει αυτού, καθήκοντα προϊσταμένου ασκεί ο υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ ή ΔΕ με τα περισσότερα έτη υπηρεσίας, ότι για τον ορισμό υπαλλήλου σε θέση προϊσταμένου εκδίδεται απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ότι σε περίπτωση που καθήκοντα προϊσταμένου ασκεί υπάλληλος που δεν ανήκει στην κατηγορία ΠΕ-πτυχιούχος νομικής, η καταχώριση πράξης ή απόφασης που έχει σχέση με τη σύσταση, μεταβίβαση ή κατάργηση εμπραγμάτων δικαιωμάτων στα βιβλία μεταγραφών διενεργείται από ειρηνοδίκη που υπηρετεί εντός της ειρηνοδικειακής περιφέρειας στην οποία ανήκει το υποθηκοφυλακείο, που ορίζεται με πράξη του διευθύνοντος το ειρηνοδικείο. Περαιτέρω, με το άρθρο 3 του σχεδίου συνιστώνται 2 οργανικές θέσεις κατηγορίας ΠΕ κλάδου Διοικητικού-Οικονομικού και 4 θέσεις κατηγορίας ΔΕ κλάδου Διοικητικού-Λογιστικού, με το άρθρο 4 ρυθμίζονται θέματα στέγασης του έμμισθου υποθηκοφυλακείου, με το άρθρο 5 προβλέπεται η παράδοση των βιβλίων, του αρχείου και του εξοπλισμού του υποθηκοφυλακείου στον προϊστάμενο που ορίζεται κατά το άρθρο 2 παρ. 2, με το άρθρο 6 προβλέπεται η απόδοση στο Δημόσιο των οφειλομένων σε αυτό δικαιωμάτων από τον συμβολαιογράφο στον οποίο έχει ανατεθεί η λειτουργία του υποθηκοφυλακείου, κατά το άρθρο 5 παρ. 4 του από 19/23.7.1941 κανονιστικού διατάγματος, και, τέλος, με το άρθρο 7 ορίζεται ότι το Δημόσιο δεν ευθύνεται για τυχόν οφειλές που δημιουργήθηκαν από οποιαδήποτε αιτία κατά την υπηρεσία του υποθηκοφύλακα ή του αναπληρωτή συμβολαιογράφου.
3. Η Ολομέλεια του Πρωτοδικείου Αθηνών, με την 2/2017 απόφασή της σε συμβούλιο, γνωμοδότησε αρνητικά για τη μετατροπή του προαναφερθέντος άμισθου Υποθηκοφυλακείου σε έμμισθο, με τη σκέψη ότι η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 (εδάφιο τελευταίο) του ν.δ. 811/1971 με την οποία προβλέπεται η ανάθεση σε ειρηνοδίκη της καταχώρισης ορισμένων πράξεων ή αποφάσεων στα βιβλία του μετατρεπόμενου υποθηκοφυλακείου, προσκρούει στο άρθρο 89 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του 2001, κατά το οποίο απαγορεύεται η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικό λειτουργό.
4. Στο στοιχείο «6» (5) του προοιμίου του σχεδίου αναφέρεται ότι «… δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού», ενώ στο επόμενο στοιχείο («5») μνημονεύεται η από 24.3.2017 εισήγηση της Γενικής Διευθύντριας Οικονομικών Υπηρεσιών, Διοικητικής Υποστήριξης και Ηλ. Διακυβέρνησης του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στην εισήγηση αυτή αναφέρονται ορισμένα υποθηκοφυλακεία, μετατρεπόμενα σε έμμισθα, και βεβαιώνεται ότι από τη μετατροπή, πλην άλλων, του ανωτέρω Υποθηκοφυλακείου Παπάγου σε έμμισθο δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, διότι από τα σχετικά στοιχεία προκύπτει ότι τα έσοδα από τη μετατροπή των Υποθηκοφυλακείων αυτών, θα καλύψουν τη μισθοδοσία και τα λοιπά λειτουργικά έξοδα, ενώ θα προκύψει και θετική υπέρ του Δημοσίου διαφορά. Πριν από την εισαγωγή του σχεδίου προς επεξεργασία, με το 44738οικ/2.6.2017 έγγραφο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διαβιβάσθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας το 43912οικ/31.5.2017 (ΥπΔΔΑΔ) έγγραφο των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προς τη Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης, σύμφωνα με το οποίο (παραγρ. 7) το ανωτέρω στοιχείο «6» (5) του προοιμίου του σχεδίου αντικαθίσταται ως εξής: «Το γεγονός ότι προκαλείται δαπάνη ύψους 98.220,00 ευρώ, η οποία καλύπτεται από το ύψος των εισπραττομένων δικαιωμάτων». Κατόπιν τούτου, το σχέδιο εισάγεται προς επεξεργασία, όπως το προαναφερθέν στοιχείο του προοιμίου του έχει αντικατασταθεί από τους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το σχέδιο, προτεινόμενο για τον ανωτέρω λόγο και από τον Υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο, προτείνεται, κατά τούτο, νομίμως, δεδομένου ότι επί του παρόντος, η προκαλούμενη δαπάνη δεν θα καλυφθεί κατά τρόπο άμεσο από τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά από τα εισπραττόμενα δικαιώματα.
5. Με το άρθρο 32 παρ. 2 του ν. 4456/2017 (Α΄ 24) προστέθηκε στο ν.δ. 811/1971 άρθρο 4, τιτλοφορούμενο «Μετατροπή ειδικού άμισθου υποθηκοφυλακείου σε έμμισθο», στο οποίο ορίζονται τα εξής: «1. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται έπειτα από πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Οικονομικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης και μετά από γνωμοδότηση της Ολομέλειας του οικείου Πρωτοδικείου, η οποία εκδίδεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας δέκα (10) ημερών από την υποβολή του σχετικού ερωτήματος από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προς τον Πρόεδρο της Ολομέλειας, σε περίπτωση θανάτου ή για οποιονδήποτε λόγο οριστικής αποχώρησης από την υπηρεσία ειδικού άμισθου Υποθηκοφύλακα, το ειδικό άμισθο υποθηκοφυλακείο δύναται να μετατραπεί σε έμμισθο. Με το ίδιο προεδρικό διάταγμα ορίζεται η έδρα του υποθηκοφυλακείου, συνιστώνται οι οργανικές θέσεις και καθορίζονται οι κατηγορίες και κλάδοι στους οποίους αυτές κατανέμονται. 2. Υποθηκοφυλακείο που μετατρέπεται σε έμμισθο λειτουργεί σε επίπεδο Τμήματος, με προϊστάμενο κατηγορίας ΠΕ, πτυχιούχο νομικής, για την επιλογή του οποίου εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 72 του ν. 2812/2000 (Α΄ 67). Μέχρι την επιλογή και τοποθέτηση προϊσταμένου σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, καθήκοντα προϊσταμένου υποθηκοφυλακείου ασκεί ο υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ με πτυχίο νομικής και με τα περισσότερα έτη υπηρεσίας. Ελλείψει αυτού, καθήκοντα προϊσταμένου ασκεί ο υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ ή ΔΕ με τα περισσότερα έτη υπηρεσίας. Για τον ορισμό υπαλλήλου στη θέση προϊσταμένου, σύμφωνα με τη διαδικασία των δύο προηγούμενων εδαφίων, εκδίδεται απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Στην περίπτωση που καθήκοντα προϊσταμένου ασκεί υπάλληλος που δεν ανήκει στην κατηγορία ΠΕ πτυχιούχος νομικής, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, η καταχώριση πράξης ή απόφασης που έχει σχέση με τη σύσταση, μεταβίβαση ή κατάργηση εμπράγματων δικαιωμάτων στα βιβλία μεταγραφών διενεργείται από Ειρηνοδίκη που υπηρετεί εντός της ειρηνοδικειακής περιφέρειας στην οποία ανήκει το υποθηκοφυλακείο και ο οποίος ορίζεται με πράξη του Διευθύνοντος το Ειρηνοδικείο. 3. Με απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Οικονομικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης το προσωπικό του ειδικού άμισθου υποθηκοφυλακείου που μετατρέπεται σε έμμισθο τοποθετείται σε προσωποπαγείς θέσεις που συνιστώνται με την ίδια απόφαση, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, με ταυτόχρονη δέσμευση κενών οργανικών θέσεων αντίστοιχης κατηγορίας των τυπικών προσόντων των υπαλλήλων του έμμισθου υποθηκοφυλακεί­ου. Με την ίδια απόφαση το προσωπικό κατατάσσεται στους βαθμούς της κατηγορίας στην οποία ανήκει, σύμφωνα με τα άρθρα 20 και 66 του ν. 2812/2000 (A΄ 67). 4. Το προσωπικό της προηγούμενης παραγράφου υπάγεται […] 7. Για τη στέγαση των υπηρεσιών υποθηκοφυλακείου που μετατρέπεται σε έμμισθο εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 3 του ν. 3130/2003 (Α΄ 76). Μέχρι την ολοκλήρωση του δημόσιου μειοδοτικού διαγωνισμού (δημοπρασία), το Ελληνικό Δημόσιο μισθώνει το ακίνητο στο οποίο στεγάζεται το υποθηκοφυλακείο κατά τη δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που εκδίδεται σύμφωνα με την περίπτωση α΄ της παρ. 2 του άρθρου 3 του ν. 3130/2003. 8. Στον προϊστάμενο του υποθηκοφυλακείου που ορίζεται σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2, παραδίδονται τα βιβλία, το αρχείο και ο εξοπλισμός που αποκτήθηκε σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 20 του ν. 2145/1993 (Α΄ 88), και την περίπτωση γ΄ της παρ. 6 του άρθρου 23 του ν. 2664/1998 (Α΄ 275) παρουσία του αρμόδιου Εισαγγελέα Πρωτοδικών και συντάσσεται έκθεση σύμφωνα με το πρότυπο που παρέχεται από την αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η έκθεση κοινοποιείται μέσα σε δέκα (10) ημέρες στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. 9. Μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την κοινοποίηση της έκθεσης παράδοσης - παραλαβής στον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αποδίδονται στο Δημόσιο τα οφειλόμενα σε αυτό δικαιώματα από τον συμβολαιογράφο στον οποίο έχει ανατεθεί η λειτουργία του υποθηκοφυλακείου σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 5 του Κανονιστικού Διατάγματος της 19/23 Ιουλίου 1941 “Περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον των διατάξεων των αναγκαστικών νόμων 434/1937, 1933/1939, 2182/1940 και 2532/1940 περί οργανισμού των Υποθηκοφυλακείων του Κράτους”, όπως ισχύει. 10. Το Ελληνικό Δημόσιο δεν ευθύνεται για τυχόν οφειλές που δημιουργήθηκαν από οποιαδήποτε αιτία κατά την υπηρεσία του υποθηκοφύλακα ή του αναπληρωτή συμβολαιογράφου».
6. Με το προεκτεθέν περιεχόμενο, το σχέδιο, προτεινόμενο αρμοδίως, κατόπιν της 2/2017 γνωμοδότησης της Ολομέλειας του Πρωτοδικείου Αθηνών, από τους Υπουργούς Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Οικονομικών και Διοικητικής Ανασυγκρότησης ευρίσκει, κατ’ αρχήν, νόμιμο έρεισμα στις προπαρατεθείσες εξουσιοδοτικές διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 του ν.δ. 811/1971, δεδομένου ότι από την ανωτέρω γνωμοδότηση προκύπτει ότι έχει κενωθεί η θέση του υποθηκοφύλακα του ειδικού άμισθου Υποθηκοφυλακείου Παπάγου, προκαλεί δε τις ακόλουθες παρατηρήσεις.
7. Όπως έχει κριθεί, παγίως, με το διάταγμα που εκδίδεται κατ' εξουσιοδότηση του νόμου πρέπει να θεσπίζονται νέοι κανόνες δικαίου και δεν επιτρέπεται η επανάληψη σ' αυτό ισχυουσών διατάξεων τυπικού νόμου, παρά μόνο κατ' εξαίρεση και για λόγους πληρότητας των επιχειρούμενων με το διάταγμα ρυθμίσεων. Εφόσον συντρέχει η τελευταία αυτή περίπτωση, πρέπει να επαναλαμβάνεται κατά λέξη η ρύθμιση του νόμου και στη συνέχεια να μνημονεύεται η σχετική διάταξη σε παρένθεση, ώστε να μην προκαλείται σύγχυση ως προς τον πράγματι ισχύοντα κανόνα δικαίου (ΠΕ 81/2017 παρ. 16, 51/2017 παρ. 7 κ.ά.).
8. Εν προκειμένω, με τα άρθρα 2 παρ. 2, 4, 5, 6 και 7 του υπό επεξεργασία σχεδίου δεν θεσπίζονται νέοι κανόνες δικαίου, αλλά επαναλαμβάνονται, σχεδόν αυτούσιες, οι διατάξεις των παρ. 2 (εδάφια δεύτερο έως πέμπτο), 7, 8, 9 και 10 του άρθρου 4 του ν.δ. 811/1971, όπως ισχύει, αντίστοιχα. Εξάλλου, από νομοτεχνική άποψη δεν είναι αναγκαία η επανάληψη διατάξεων του τυπικού νόμου στο υπό επεξεργασία σχέδιο διατάγματος, δεδομένου ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 4 του ν.δ. 811/1971, όπως ισχύει, συγκροτούν πλήρες, κατ’ αρχήν, σύστημα κανόνων που διέπει τον τρόπο στελέχωσης, λειτουργίας και στέγασης των ειδικών άμισθων υποθηκοφυλακείων, τα οποία μετατρέπονται σε έμμισθα με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει της παρ. 1 του αυτού άρθρου 4. Κατά συνέπεια, οι ανωτέρω διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 2, 4, 5, 6 και 7 του σχεδίου πρέπει να διαγραφούν και στη συνέχεια πρέπει να αναριθμηθούν προσηκόντως τα λοιπά άρθρα του σχεδίου.
9. Όπως εκτέθηκε, στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν.δ. 811/1971, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, ορίζεται ότι, εφόσον καθήκοντα προϊσταμένου του Υποθηκοφυλακείου ασκεί, προσωρινά, υπάλληλος που δεν ανήκει στην «κατηγορία ΠΕ πτυχιούχος νομικής», η καταχώριση πράξης ή απόφασης που έχει σχέση με τη σύσταση, μεταβίβαση ή κατάργηση εμπράγματων δικαιωμάτων στα βιβλία μεταγραφών διενεργείται από ειρηνοδίκη που υπηρετεί εντός της ειρηνοδικειακής περιφέρειας στην οποία ανήκει το υποθηκοφυλακείο και ο οποίος ορίζεται με πράξη του διευθύνοντος το Ειρηνοδικείο. Η Ολομέλεια του Πρωτοδικείου Αθηνών με την 2/2017 γνωμοδότησή της, μνεία της οποίας γίνεται στο στοιχείο 3 του προοιμίου του σχεδίου, δέχθηκε ότι οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 4 του ν.δ. 811/1971, κατ’ ακολουθίαν δε και οι διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 2 του παρόντος σχεδίου διατάγματος που τις επαναλαμβάνουν, προσκρούουν στο άρθρο 89 του Συντάγματος, διότι προβλέπουν την ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικό λειτουργό. Μετά, όμως, τη διαγραφή των άρθρων 2 παρ. 2, 4, 5, 6 και 7 του σχεδίου, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη παρατήρηση, το ζήτημα αυτό δεν τίθεται πλέον από την άποψη της νομιμότητας των προτεινομένων ρυθμίσεων του σχεδίου διατάγματος. Και τούτο, διότι οι διατάξεις των άρθρων 1, 2 (παρ. 1) και 3 του σχεδίου ευρίσκουν νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα στις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 του ν.δ. 811/1971 και είναι σύμφωνες τόσο με τις ουσιαστικές διατάξεις του άρθρου 4 του ως άνω νόμου όσο και με τις διατάξεις του Συντάγματος εν γένει. Συνεπώς, το σχέδιο, με μόνο, πλέον, περιεχόμενο τις εν λόγω διατάξεις, μπορεί νομίμως να δημοσιευθεί.
10. Περαιτέρω, και ανεξάρτητα από τα όσα εκτέθηκαν στην προηγούμενη παρατήρηση για το νόμιμο εξουσιοδοτικό έρεισμα των λοιπών, μετά τη διαγραφή των άρθρων 2 παρ. 2, 4, 5, 6 και 7, ρυθμίσεων του παρόντος σχεδίου, πρέπει να εξετασθεί από τον παρόντα σχηματισμό και το ζήτημα της συνταγματικότητας της ανωτέρω διάταξης του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν.δ. 811/1971. Τούτο, διότι η μετατροπή του προαναφερθέντος άμισθου υποθηκοφυλακείου σε έμμισθο με το παρόν σχέδιο διατάγματος και η ρύθμιση του τυπικού νόμου, με την οποία καθορίζεται ο τρόπος στελέχωσης έμμισθου υποθηκοφυλακείου και παρέχεται η δυνατότητα ανάθεσης, έστω προσωρινά και επικουρικώς, των προαναφερθέντων καθηκόντων σε δικαστικό λειτουργό (ειρηνοδίκη), αποτελούν ενιαίο πλέγμα διατάξεων που αποσκοπούν στην άμεση λειτουργία των μετατρεπόμενων σε έμμισθα υποθηκοφυλακείων, και εν προκειμένω του Υποθηκοφυλακείου Παπάγου. Άλλωστε, κατά τα ήδη εκτεθέντα, οι σχετικές διατάξεις επαναλαμβάνονται ήδη στο υποβληθέν προς επεξεργασία σχέδιο, ενώ στοιχείο της κατά νόμο επεξεργασίας συνιστά και η εξέταση του ζητήματος, αν μπορεί να εκπληρωθεί ο σκοπός της εξουσιοδοτικής διάταξης με την έκδοση του παρόντος σχεδίου.
11. Το άρθρο 89 του Συντάγματος, όπως είχε πριν από την αναθεώρηση του 2001, όριζε ότι «1. Απαγορεύεται εις τους δικαστικούς λειτουργούς η παροχή πάσης άλλης εμμίσθου υπηρεσίας, ως και η άσκησις οιουδήποτε επαγγέλματος. 2. Κατ’ εξαίρεσιν επιτρέπεται η εκλογή δικαστικών λειτουργών ως μελών της Ακαδημίας ή […] ως και η συμμετοχή αυτών εις ειδικά διοικητικά δικαστήρια και εις συμβούλια ή επιτροπάς, πλην των διοικητικών συμβουλίων επιχειρήσεων και εμπορικών εταιρειών. 3. Επίσης επιτρέπεται η ανάθεσις εις δικαστικούς λειτουργούς διοικητικών καθηκόντων, είτε παραλλήλως προς την άσκησιν των κυρίων αυτών καθηκόντων είτε αποκλειστικώς, επί ωρισμένον χρονικόν διάστημα, ως νόμος ορίζει. 4. […]».
12. Μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος το έτος 2001 το άρθρο 89 ορίζει πλέον τα ακόλουθα: «1. […] 2. Κατ' εξαίρεση επιτρέπεται στους δικαστικούς λειτουργούς να εκλέγονται μέλη της Ακαδημίας Αθηνών ή του διδακτικού προσωπικού ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, καθώς και να μετέχουν σε συμβούλια ή επιτροπές που ασκούν αρμοδιότητες πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα και σε νομοπαρασκευαστικές επιτροπές, εφόσον η συμμετοχή τους αυτή προβλέπεται ειδικά από το νόμο. Νόμος προβλέπει την αντικατάσταση δικαστικών λειτουργών από άλλα πρόσωπα σε συμβούλια ή επιτροπές που συγκροτούνται ή σε έργα που ανατίθενται με δήλωση βούλησης ιδιώτη, εν ζωή ή αιτία θανάτου, εκτός από τις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου. 3. Η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς απαγορεύεται. Καθήκοντα σχετικά με την εκπαίδευση των δικαστικών λειτουργών θεωρούνται δικαστικά. Επιτρέπεται η ανάθεση σε δικαστικούς λειτουργούς των καθηκόντων εκπροσώπησης της Χώρας σε διεθνείς οργανισμούς. Η διενέργεια διαιτησιών από δικαστικούς λειτουργούς επιτρέπεται μόνο στο πλαίσιο των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, όπως νόμος ορίζει».
13. Επίσης, στο άρθρο 92 του Συντάγματος ορίζεται ότι «1. Oι υπάλληλοι της γραμματείας όλων των δικαστηρίων και των εισαγγελιών είναι μόνιμοι […] 3. Οι προαγωγές, τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και μετατάξεις των δικαστικών υπαλλήλων ενεργούνται ύστερα από σύμφωνη γνώμη υπηρεσιακών συμβουλίων που συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς και δικαστικούς υπαλλήλους, όπως νόμος ορίζει. Η πειθαρχική εξουσία στους δικαστικούς υπαλλήλους ασκείται από τους ιεραρχικά προϊσταμένους τους δικαστές ή εισαγγελείς ή επιτρόπους ή υπαλλήλους, καθώς και από υπηρεσιακό συμβούλιο, όπως νόμος ορίζει […] 4. Οι υπάλληλοι των υποθηκοφυλακείων είναι δικαστικοί υπάλληλοι. Οι συμβολαιογράφοι και οι άμισθοι φύλακες υποθηκών και μεταγραφών είναι μόνιμοι εφόσον υπάρχουν οι σχετικές υπηρεσίες ή θέσεις. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν αναλογική εφαρμογή και σε αυτούς. 5. Oι συμβoλαιoγράφoι και oι άμισθoι φύλακες υπoθηκών και μεταγραφών απoχωρoύν υπoχρεωτικά από την υπηρεσία μόλις συμπληρώσoυν τo εβδoμηκoστό έτoς της ηλικίας τoυς […]» .
14. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων των παρ. 2 και 3 του άρθρου 89 συνάγεται ότι ο αναθεωρητικός συνταγματικός νομοθέτης απαγορεύει πλέον από 1.1.2002 την ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς. Εξαίρεση από τη γενική αυτή απαγόρευση, η οποία, όμως, είναι, για τον λόγο αυτό, στενώς ερμηνευτέα, προβλέπεται από την παράγραφο 2 του άρθρου 89, προκειμένου για τη συμμετοχή δικαστικών λειτουργών, μεταξύ άλλων, σε συμβούλια ή επιτροπές πειθαρχικού, ελεγκτικού ή δικαιοδοτικού χαρακτήρα. Ειδικότερα, από την εν λόγω εξαιρετικού χαρακτήρα διάταξη, στενώς, κατά τα ανωτέρω ερμηνευτέα, συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται η ανάθεση σε δικαστικό λειτουργό διοικητικών καθηκόντων μονομελούς οργάνου, ανεξαρτήτως του αν το όργανο αυτό έχει ή όχι πειθαρχικό, ελεγκτικό ή δικαιοδοτικό χαρακτήρα (βλ. και πρακτικά Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής Ι΄ Περιόδου, Α΄ Συνόδου, Συνεδρ. ΡΛΒ΄, σελ. 597). Και τούτο διότι στην περίπτωση του μονομελούς οργάνου η ευθύνη προσωποποιείται σε μέγιστο βαθμό, με συνέπεια να υφίσταται κίνδυνος αμφισβήτησης του κύρους του δικαστικού λειτουργού επί προσβολής ενώπιον δικαστηρίου των αποφάσεών του ως ασκούντος καθήκοντα μονομελούς διοικητικού οργάνου (ΣτΕ 2980-1/2010). Περαιτέρω, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, δεν επιτρέπεται, πολλώ μάλλον, η ανάθεση σε δικαστικούς λειτουργούς διοικητικών καθηκόντων μονομελούς οργάνου, η άσκηση των οποίων έχει ανατεθεί από τον νόμο σε δικαστικό υπάλληλο ή άλλο δημόσιο λειτουργό, εφόσον τα καθήκοντα αυτά δεν συνάπτονται αμέσως με την απονομή της δικαιοσύνης.
15. Εξάλλου, η ανάθεση κύριων ή επικουρικών καθηκόντων υποθηκοφυλάκων σε ειρηνοδίκες προβλεπόταν ανέκαθεν στη νομοθεσία. Με το άρθρο 1 του διατάγματος 1835 «Περί σημειώσεως υποθηκών» (ΦΕΚ 15) ορίσθηκε ότι «1. Έκαστος Ειρηνοδίκης θέλει ανοίξει βιβλίον, εις το οποίον θέλει σημειόνει, κατ’ αίτησιν του πιστωτού (creancies) ή άλλου τρίτου παρουσιαζομένου εις όνομα αυτού, τας υποθήκας τας παρ’ αυτού ήδη αποκτημένας ή αποκτηθησομένας μετά την έκδοσιν του παρόντος νόμου [...]». Στη συνέχεια, με τον νόμο της 12ης Αυγούστου 1836 «Περί των υποθηκών» (ΦΕΚ 41) προβλέφθηκε η σύσταση γραφείων υποθηκών, η υπηρεσία των οποίων ανατέθηκε στους ειρηνοδίκες (άρθρο 84) και με διάταγμα του 1836 «περί προσδιορισμού των γραφείων των υποθηκών» (ΦΕΚ 49) συνεστήθησαν γραφεία υποθηκών στην έδρα κάθε ειρηνοδικείου, με ορισμένες εξαιρέσεις, κατά τις οποίες η εγγραφή υποθηκών ανατέθηκε σε ειρηνοδικεία. Τα επόμενα έτη εκδόθηκαν και άλλα συναφή νομοθετήματα, τα οποία εν τέλει περιελήφθησαν στο νυν ισχύον κανονιστικό (κωδικοποιητικό) διάταγμα της 19/23.7.1941 (Α΄ 244), όπως αυτό τροποποιήθηκε μεταγενεστέρως, κυρίως με τον α.ν. 153/1967 (Α΄ 175), οι διατάξεις του οποίου τροποποιήθηκαν επίσης με το ν.δ. 811/1971 (Α΄ 9). Το ως άνω κανονιστικό διάταγμα ορίζει, στο άρθρο 1, ότι «Εν τη περιφερεία εκάστου ειρηνοδικείου λειτουργούσιν έν ή πλείονα υποθηκοφυλακεία, παρ’ οις μόνον δύνανται να ενεργώνται εγκύρως κατά τας διατάξεις των κειμένων νόμων. α) Η εγγραφή υποθήκης ή προσημειώσεως ή κατασχέσεως επί ακινήτων κειμένων εν τη περιφερεία της δικαιοδοσίας του υποθηκοφυλακείου. β) Η μεταγραφή των εις τοιαύτην υποκειμένων πράξεων κατά τον περί μεταγραφής νόμον επί ακινήτων κειμένων εν τη αυτή περιφερεία. γ) Η καταχώρησις αγωγών ως και πάσα άλλη πράξις εγγραφή ή σημείωσις σχετική προς ακίνητα, οριζομένη υπό του νόμου» και στο άρθρο 3 ότι «1. Τα Υποθηκοφυλακεία είναι άμισθα ή έμμισθα. 2. Ονομάζονται ειδικά Υποθηκοφυλακεία τα διευθυνόμενα υπό διοριζομένου ειδικού Υποθηκοφύλακος. Τοιαύτα είναι πάντα τα έμμισθα και τα εν έδραις Ειρηνοδικείων συνεστώτα ή συνιστώμενα κατά τους όρους του παρόντος νόμου ειδικά άμισθα. 3. Εις ας έδρας Ειρηνοδικείων δεν υφίσταται ειδικόν Υποθηκοφυλακείον η υπηρεσία τούτου εκτελείται υπό του εν τη έδρα του Ειρηνοδικείου συμβολαιογράφου … Μη υπάρχοντος δε συμβολαιογράφου, η υπηρεσία του Υποθηκοφυλακείου εκτελείται υπό του συμβολαιογραφούντος ειρηνοδίκου …». Επίσης, το ίδιο διάταγμα ορίζει, στο άρθρο 8, ότι «Ειδικόν άμισθον υποθηκοφυλακείον δύναται να συσταθή δια Β.Δ/τος μόνον εις έδραν Ειρηνοδικείου και εφ’ όσον ήθελε γνωμοδοτήσει ητιολογημένως υπέρ της συστάσεως η ολομέλεια του αρμοδίου δικαστηρίου Πρωτοδικών» και στο άρθρο 5 προβλέπεται ο τρόπος αναπλήρωσης του υποθηκοφύλακα. Περαιτέρω, με τον ν. 724/1977 (Α΄ 299) ρυθμίστηκαν εκ νέου θέματα του προσωπικού και της λειτουργίας των έμμισθων υποθηκοφυλακείων και κτηματολογικών γραφείων.
16. Οι διατάξεις του από 19/23.7.1941 διατάγματος, καθώς και άλλες συναφείς διατάξεις, ερμηνεύθηκαν από το Συμβούλιο της Επικρατείας (βλ. ΣτΕ 2573/2015), έγινε δε δεκτό, μεταξύ άλλων (βλ. σκ. 8), ότι τα υποθηκοφυλακεία, τα οποία λειτουργούν ανά ειρηνοδικειακή έδρα με καθορισμένη περιφέρεια δικαιοδοσίας, διακρίνονται σε έμμισθα και άμισθα, ότι τα έμμισθα υποθηκοφυλακεία στελεχώνονται από προσωπικό που έχει την ιδιότητα του δικαστικού υπαλλήλου, αποτελούμενο από τον προϊστάμενο έμμισθο υποθηκοφύλακα, ο οποίος ασκεί τη διεύθυνση εκάστης των υπηρεσιών αυτών, και τους λοιπούς υπαλλήλους, ότι τα άμισθα υποθηκοφυλακεία διακρίνονται περαιτέρω σε ειδικά άμισθα, τα οποία διευθύνονται από ειδικό άμισθο υποθηκοφύλακα διοριζόμενο κατόπιν σχετικού διαγωνισμού και σε μη ειδικά άμισθα, διευθυνόμενα από συμβολαιογράφο διορισμένο σε έδρα ειρηνοδικείου στην οποία δεν υφίσταται έμμισθο ή ειδικό άμισθο υποθηκοφυλακείο, και, μη υπάρχοντος συμβολαιογράφου, από συμβολαιογραφούντα ειρηνοδίκη, ότι τα ως άνω διακρινόμενα έμμισθα και άμισθα υποθηκοφυλακεία έχουν ταυτόσημο αντικείμενο αρμοδιοτήτων, που συνίσταται στη διενέργεια, αποκλειστικώς σε αυτά, των σχετικών προς ακίνητα πράξεων που αναφέρονται στον νόμο και ότι, ως εκ της αποστολής τους αυτής, η οποία συνδέεται άμεσα με την ασφάλεια των σχετικών συναλλαγών και την επίτευξη συναφών στόχων δημοσίου συμφέροντος, τα υποθηκοφυλακεία διέπονται από ειδικό νομοθετικό καθεστώς που προσιδιάζει στη φύση της αποστολής τους. Περαιτέρω, έγινε επίσης δεκτό (βλ. ΣτΕ 2573/2015 σκ. 9) ότι ο νομοθέτης ανέθεσε στα άμισθα υποθηκοφυλακεία έργο το οποίο, ως εκ της φύσεως της αποστολής τους (ταυτόσημης με εκείνη των έμμισθων υποθηκοφυλα­κείων που αποτελούν οργανικές μονάδες-υπηρεσίες του Υπουργείου Δικαιοσύνης), συνάπτεται άμεσα με την εκτέλεση δημόσιας υπηρεσίας και την εξυπηρέτηση σκοπών δημοσίου συμφέροντος αναγομένων στη διασφάλιση των συναλλαγών και ότι τα άμισθα υποθηκοφυλακεία αποτελούν αυτοτελείς δημόσιες υπηρεσίες υπό λειτουργική έννοια (κατ’ άλλη διατύπωση: δημόσιες υπηρεσίες σε περιορισμένο βαθμό κατά παραχώρηση, αυτοτελείς δημόσιες υπηρεσίες ή υπηρεσίες εξηρτημένες από τις δικαστικές αρχές, βλ. Σ.τ.Ε. 1991/1951 Ολ., γνμδ. Εισ. Α.Π. 2/1987) και υπάγονται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Δικαιοσύνης και ότι, ενόψει της σπουδαιότητας των καθηκόντων του άμισθου υποθηκοφύ­λακα από απόψεως δημοσίου συμφέροντος, τα οποία είναι σύμφυτα με την κατά νόμον αποστολή του υποθηκοφυλακείου και δεν διαφέρουν από τα καθήκοντα του έμμισθου υποθηκοφύλακα (βλ. και το άρθρο 23 παρ. 5 εδ. α΄ του ν. 2664/1998, στο οποίο ο άμισθος υποθηκοφύλακας χαρακτηρίζεται ως «άμισθος δημόσιος λειτουργός»), ο νομοθέτης ρύθμισε ειδικώς το υπηρεσιακό καθεστώς του και υπέβαλε σε έντονη κανονιστική ρύθμιση την οργάνωση των άμισθων υποθηκοφυλακείων.
17. Από το άρθρο 92 παρ. 4 του Συντάγματος, στο οποίο προβλέπεται ότι οι υπάλληλοι των υποθηκοφυλακείων (έμμισθων) είναι δικαστικοί υπάλληλοι και ότι στους άμισθους φύλακες υποθηκών και μεταγραφών εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 94 για τους δικαστικούς υπαλλήλους, αλλά και από την προπαρατεθείσα νομοθεσία, όπως αυτή ίσχυσε διαδοχικώς, συνάγεται ότι ο έλεγχος από τους υποθηκοφύλακες των μεταγραπτέων πράξεων στα βιβλία του οικείου υποθηκοφυλακείου θεωρείται ανέκαθεν από τον νομοθέτη ως νομικός έλεγχος που ασκείται από πρόσωπα που έχουν αυξημένα ουσιαστικά προσόντα και ειδικές γνώσεις. Για τον λόγο, άλλωστε αυτόν, πριν από την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, η υπηρεσία του υποθηκοφυλακείου ανατίθετο από τον κοινό νομοθέτη σε ειρηνοδίκη σε όσες έδρες ειρηνοδικείων δεν υφίστατο ειδικό υποθηκοφυλακείο ή συμβολαιογράφος (βλ. άρθρο 3 παρ. 3 του από 19/23.7.1941 διατάγματος). Ο έλεγχος, όμως, αυτός, ή η «υπηρεσία του υποθηκοφυλακείου» κατά τη διατύπωση του νόμου, δεν συνιστά, πάντως, εν στενή εννοία δικαιοδοτικό έργο ούτε συναρτάται με τη συγκρότηση και λειτουργία των δικαστηρίων. Εξάλλου, τα καθήκοντα του υποθηκοφύλακα δεν εμπίπτουν σε καμιά από τις εξαιρέσεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 89 του Συντάγματος, οι οποίες είναι στενώς ερμηνευτέες, καθόσον εισάγουν εξαίρεση από τον συνταγματικό κανόνα της απαγόρευσης ανάθεσης άλλων, μη δικαιοδοτικών, καθηκόντων σε δικαστικούς λειτουργούς. Ειδικότερα, τα καθήκοντα του υποθηκοφύλακα δεν εμπίπτουν στην εξαίρεση της παρ. 2 του άρθρου 89, προεχόντως διότι η διάταξη αυτή αναφέρεται σε συλλογικά όργανα (συμβούλια ή επιτροπές). Επίσης, δεν εμπίπτουν στο γράμμα και τον σκοπό της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 89, διότι δεν συνιστούν άσκηση διοικητικών ή εκπαιδευτικών καθηκόντων στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, ούτε ανάθεση εκπροσώπησης της Χώρας σε διεθνείς οργανισμούς. Επομένως, μετά την αναθεώρηση του άρθρου 89 του Συντάγματος, τα καθήκοντα του υποθηκοφύλακα δεν μπορούν να ανατεθούν σε δικαστικό λειτουργό ούτε προσωρινώς, διότι δεν εμπίπτουν σε καμιά από τις εξαιρέσεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 89 του Συντάγματος (πρβλ. ΣτΕ 2980-1/2010). Ως εκ τούτου, το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν.δ. 811/1971 με το οποίο παρέχεται η δυνατότητα ανάθεσης σε ειρηνοδίκη καθηκόντων ή «υπηρεσίας» υποθηκοφύλακα έμμισθου υποθηκοφυλακείου δεν μπορεί να εφαρμοσθεί. Περαιτέρω, εν όψει του ότι, όπως προκύπτει από τα πρακτικά συνεδρίασης της Βουλής και τη σχετική αγόρευση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατά τη συζήτηση του ψηφισθέντος στη συνέχεια ν. 4456/2017, σκοπός των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 4 του ν.δ. 811/1971, το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 32 παρ. 2 του ν. 4456/2017, είναι η επίλυση του εξαιρετικά σοβαρού κοινωνικού και οικονομικού προβλήματος που ανέκυψε από την παύση, ουσιαστικά, της λειτουργίας ειδικών άμισθων υποθηκοφυλακείων στη Χώρα, λόγω οριστικής αποχώρησης από την υπηρεσία ή θανάτου ειδικού άμισθου υποθηκοφύλακα, και αδυναμίας αναπλήρωσής του, λόγω απροθυμίας, εξακολουθούν να ισχύουν και οι λοιπές, παγίως ισχύουσες, διατάξεις που προβλέπουν την άσκηση των καθηκόντων αυτών στα έμμισθα υποθηκοφυλακεία ή την πλήρωση των θέσεων των έμμισθων Υποθηκοφυλάκων ή την αναπλήρωσή τους σε περίπτωση ελλείψεως ή κωλύματος των προϊσταμένων των έμμισθων υποθηκοφυλακείων (πρβλ. και άρθρο 1 του υπό επεξεργασία σχεδίου). Εν πάση περιπτώσει, η Διοίκηση, σε περίπτωση κατά την οποία δεν μπορεί να εξασφαλισθεί με άλλον τρόπο η καταχώριση πράξεων στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Παπάγου από δικαστικό υπάλληλο ή συμβολαιογράφο, είτε κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν.δ. 811/1971 είτε κατά τις πάγιες διατάξεις περί εμμίσθων υποθηκοφυλακείων, έχει τη δυνατότητα να αναθέσει προσωρινώς, κατά προτεινόμενη τροποποίηση της σχετικής διάταξης του άρθρου 4 παρ. 2 του ν.δ. 811/1971, τα καθήκοντα αυτά στον προϊστάμενο της γραμματείας του οικείου ειρηνοδικείου και εν ελλείψει αυτού στον προϊστάμενο της γραμματείας του οικείου πρωτοδικείου, ανεξάρτητα από το αν έχει ή όχι πτυχίο νομικής (πρβλ. και εισηγητική έκθεση επί του άρθρου 17 του ν. 724/1977 για το προϊσχύσαν καθεστώς).
18. Ο τίτλος του σχεδίου πρέπει να τεθεί με πεζά, χωρίς όμως εισαγωγικά, ως εξής: «Μετατροπή του ειδικού άμισθου Υποθηκοφυλακείου Παπάγου σε έμμισθο».
19. Στο στοιχείο 1 του προοιμίου του σχεδίου να τεθεί «Τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 του Ν.Δ. 811/1971 …».
20. Το στοιχείο 2 του προοιμίου πρέπει να αναδιατυπωθεί: «2. Τα π.δ. 73/2015 (Α΄ 116) και 125/2016 (Α΄ 210)».
21. Το νυν στοιχείο 5 να τεθεί ως στοιχείο 4 και να αναγραφεί η σχετική δαπάνη, σύμφωνα με το 43912οικ/31.5.2017 (ΥπΔΔΑΔ) έγγραφο των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (βλ. παρατήρηση 4).
22. Στο στοιχείο 5 του προοιμίου πρέπει να μνημονευθούν το άρθρο 90 του π.δ. 63/2005 (Α΄ 98) και η από 24.3.2017 εισήγηση της προϊσταμένης της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών, Διοικητικής Υποστήριξης και Ηλ. Διακυβέρνησης του ΥΔΔΑΔ.
23. Ως στοιχείο 6 του προοιμίου να τεθεί το νυν στοιχείο 4 του προοιμίου και στη συνέχεια να αναφερθούν οι προτείνοντες Υπουργοί ως έχουν, δηλαδή με τη σειρά τάξης των Υπουργείων.
24. Το άρθρο 1 του σχεδίου πρέπει να αναδιατυπωθεί ως εξής: «Το ειδικό άμισθο Υποθηκοφυλακείο Παπάγου μετατρέπεται σε έμμισθο με έδρα τον οικισμό Παπάγου και διέπεται από τις διατάξεις που ισχύουν για τα έμμισθα υποθηκοφυλακεία». 
25. Από το άρθρο 2 του σχεδίου πρέπει να διαγραφεί η παρ. 2 και η νυν αριθμημένη παράγραφος 1 να τεθεί χωρίς αρίθμηση και να αναδιατυπωθεί εν μέρει ως εξής: «Το υποθηκοφυλακείο λειτουργεί σε επίπεδο Τμήματος με προϊστάμενο υπάλληλο κατηγορίας θέσεων ΠΕ, πτυχιούχο νομικής, για …». Επίσης, το πρώτο εδάφιο του άρθρου 3 πρέπει να διατυπωθεί ως εξής: «Στο έμμισθο υποθηκοφυλακείο Παπάγου συνιστώνται …».
26. Τα άρθρα 4, 5, 6 και 7 τα οποία επαναλαμβάνουν διατάξεις του τυπικού νόμου πρέπει να διαγραφούν, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν σε προηγούμενη παρατήρηση.
27. Στο τέλος του σχεδίου, μετά την διαγραφή των προαναφερθέντων άρθρων να προστεθεί άρθρο 4, με το οποίο να ορίζεται η έναρξη ισχύος του διατάγματος.
Η παρούσα γνωμοδότηση εκδόθηκε στις 23 Ιουνίου 2017.
   Ο Πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος                          Η Γραμματέας


                  Αθ. Ράντος                                         Μ. Βλασερού



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Θα θέλαμε να σας ενημερώσουμε, αναφορικά με τα σχόλια που δημοσιεύονται ότι:
1) Δε θα δημοσιεύονται δυσφημιστικά και εξυβριστικά σχόλια
2) Δε θα δημοσιεύονται ΑΣΧΕΤΑ σχόλια σε ΑΣΧΕΤΕΣ αναρτήσεις
3) Δε θα δημοσιεύονται επαναλαμβανόμενα σχόλια στην ίδια ανάρτηση
4) Δε θα δημοσιεύονται σχόλια σε Greeklish


5) Σχόλια σε ενυπόγραφα άρθρα θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.
6) Σχόλια σε ενυπόγραφο σχόλιο θα δημοσιεύονται μόνον εφόσον και αυτά είναι ενυπόγραφα.

7) ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ "ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ ΣΧΟΛΙΑ"


Η ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ ΣΧΟΛΙΩΝ ΔΕ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΥΙΟΘΕΤΟΥΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ